Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

α ρε Λάκη

Μα που τελειών' η μοναξιά;

Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Κατάληψη φόβου

Χορός: Κι είναι να ελπίζεις πως ποτέ θα πέσει ο Δίας; Προμηθέας: Κι άλλα πιο αβάσταχτ' απ' αυτά κακά θα πάθει. Χορός: Και δε φοβάσαι εσύ να πετάς τέτοια λόγια; Προμηθέας: Τι να φοβούμαι, αφού δεν μπορεί να πεθάνω; Χορός: Μα ίσως και σ' άλλους πιο σκληρούς σε ρίξει μόχτους. Προμηθέας: Ό,τι έχει ας κάμει, κι όλα εγώ τα περιμένω. Χορός: Είναι σοφοί, μπρος στην Αδράστεια (σ.σ. το Πεπρωμένο) όσοι σκύβουν. Προμηθέας: Σέβου, προσκυνά, χάιδευε πάντα σου εκείνον που κρατά την αρχή· μα εγώ το Δία πιο λίγο ψηφώ κι απ' το μηδέν. Αισχύλος:Προμηθέας Δεσμώτης

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2006

Παθητική ασφάλεια

Δύο άτομα σ’ένα καφέ. Φαίνονται σαν ζευγάρι. Η Χρυσούλα από τη μία. Σκέφτεται το μέλλον της με τον Αλέξανδρο. Το έχει προδιαγράψει. Τώρα ειδικά που αποφάσισαν να συζήσουν θα είναι όλα πιο εύκολα. Η σχέση τους θα δυναμώσει. Θα κατέβουν μαζί στην Ελλάδα. Εκεί θα επισημοποιήσουν αυτό που έχουν. Ο Αλέξανδρος από την άλλη. Σκέφτεται ότι το μέλλον ποτέ δεν έρχεται. Ζούμε πάντα το παρόν. Είναι το μόνο που έχει γι’αυτόν νόημα. Το παρόν του σήμερα είναι να συναντήσει σε λίγο την πρώην του. Την Έλλη.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

Όνομα

Έχω το Μένο δίπλα μου και αναρωτιέμαι πόσο μπορεί να μοιάζει η ζωή μας με τ’όνομά του.. i) Μένος από το ξεχασμένος. Κάθε μία ώρα ζητάει απεγνωσμένα φαγητό. Τον πιάνει υπερκινητικότητα και κάνει θόρυβο. Μόλις του δώσεις μια μπουκιά σταματάει. ii) Μένος από το λυσσασμένος. Όταν μιλάμε για φαγητό, είναι αχόρταγος. iiii) Μένος από το βαμμένος. Τρώει καθημερινά χιλιάδες χημικές ουσίες για να γυαλίζει το δέρμα του. iv) Μένος από το βλαμμένος. Δεν έχει εγκέφαλο για να σκεφτεί. Αν κάνει ένα ‘σάλτο’ πάει, ψόφισε. v) Μένος από το εξαρτημένος. Αν δεν τον φροντίσω, θα ψοφίσει. vi) Μένος από το χαμένος. Δεν ξέρει πού βρίσκεται. Δεν έχει προσαρμοστεί με την καινούργια μορφή καθαριότητας. Μου κάνει τον δύσκολο. vii) Μένος από το ζαλισμένος. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει την τροφή από τα κακά του. Συνεπώς, καλή χώνεψη! viii) Μένος από το πειραγμένος. Τόσα χαπάκια ενέργειας, καθημερινά, λίγο θέλει για να σαλέψεις? ix) Μένος από το μαλακισμένος. Μ’όποιον δάσκαλο καθίσεις ...

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

Όλα για τον πατέρα μου

Μου είπες πως με θέλεις. Ήρθα. Ήμουν δίπλα σου. Μπροστά σου. Σε κοιτούσα, αλλά δε με έβλεπες. Κοιτούσες απέναντι. Εκεί στο σκαλοπάτι. Κοιτούσες τις κινήσεις του. Ήμουν σίγουρη πως αν ζαλιζόταν θα είχες διασχίσει με μιας τον κόσμο και θα τον είχες πιάσει. Αυτός σε καμάρωνε. Χειροκροτούσε. Δεν ξέρω αν άκουγε. Ήταν η πρώτη φορά που ήξερε τι να ψηφίσει. Το γιο του. Του έδωσες κι αυτή τη χαρά. Του έκαναν αφαίρεση. Βιοψία. Θάνατος. Θα πεθάνει. Το ξέρεις. Υπομένεις. Κουράγιο. Δεν μπόρεσα να τον χαιρετίσω. Συγγνώμη.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

Ψώνια

‘μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’αγοράσεις’ της είπα. Κοιταζόμαστε. Αφήνει το ζακετάκι στη θέση του. Σωστά. Σε λίγες βδομάδες δε θα κουμπώνει. Ή θα κουμπώνει ? Πόσα παιδιά θα χαθούν από λάθη δικά μας ? Αυτό δεν είναι δολοφονία ?

Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2006

No 4

‘ετούτη τη νύχτα μπορεί να πεθάνω’. Μου είπε και γύρισε από την άλλη. Δεν την πίστεψα. Γιαγιά ήταν. Εξάλλου μετά το εγκεφαλικό παραμιλούσε. Γύρισα στο θάλαμο και κοίταξα. Άλλες τρεις γιαγιάδες στα δεξιά μου. Τη δική μου την είχανε στ’αριστερά. Να βλέπει το παράθυρο, αλλά να είναι και στην απομόνωση. Παραμιλούσε εξάλλου και ενοχλούσε τη γιαγιά no1. Τώρα που το σκέφτομαι δε θα ήταν παράλογο αν αισθανόταν το θάνατό της. Το έχουμε δει σε ταινίες. Απλά, θα μου το ανακοίνωνε. Μετά θα πέθαινε. Ευτυχώς δεν ήμουν μόνη. Είχα και τον ξάδερφο. Τη σήκωνε πού και πού και σκουπίζαμε τον ιδρώτα της.Σκεφτόμουν ότι θα έβαζα αυτόν να τηλεφωνήσει. Αυτό θα ήταν όλο. Ένα τηλέφωνο. Τα τελευταία νέα της. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά στο θάλαμο. Η γιαγιά είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να ξεφύγει, γι’αυτό και αποφάσισαν τα παιδιά της να την περιορίσουν. Ανάμεσα σε δύο μπάρες. Η γιαγιά όμως το είδε διαφορετικά. Έκλαιγε. Νόμιζε πως είναι μέσα σε φέρετρο. Πώς να της εξηγήσεις ότι είναι κάτι χειρότερο ? Είδαν και απόειδαν από τις τσιρίδες. ‘Βγάλτε με από το φέρετρο !’ Τι να πεις ? Σε νοσοκομείο ήμασταν. Την έβγαλαν τη μία μπάρα. Από τότε καθόταν πάντα κάποιος στα δεξιά της. Στην περίπτωση που θα ξέφευγε θα έπεφτε με το κεφάλι. Το σώμα δεν μπορούσε να το ελέγξει. Εκείνο το βράδυ η θέση της μπάρας δεν ήταν ιδιαίτερα κουραστική. Είχαν φροντίσει τα πάντα οι κόρες και οι νοσοκόμες. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να παίζω με τα δάχτυλά μου. Μες στην απορρόφηση του παιχνιδιού δεν κατάλαβα ότι γύρω στις 4 είχαμε επίσκεψη. Όχι εμείς. Η γιαγιά nο2. Είχε μάλλον έξοδο. Απλά εμείς δεν το ξέραμε. Σε μια στιγμή ο ορός της γιαγιάς σταμάτησε να τρέχει. Φώναξα τη νοσοκόμα στο θάλαμο. Αποφάσισε να φέρει όλο το προικιό της. Πηγαίνοντας από τη γιαγιά μου προς τα πίσω αντιλήφθηκε απότομα τη μεγάλη έξοδο της γιαγιας no2. ‘Αχ, σήμερα έχω θάνατο’. Η κυρία που ήταν δίπλα στην πρώτη γιαγιά τρόμαξε. Η νοσοκόμα απλά τράβηξε το σεντόνι στο πρόσωπο της γιαγιάς no2 και πήγε να ενημερώσει τους αρμοδίους. Μετά από λίγο έφτασαν τρία άτομα. Άναψαν τα φώτα. Μας παρακάλεσαν να βγούμε έξω. Η γιαγιά μου ξύπνησε και με την ελευθερία που της δόθηκε ξαφνικά άρχισε επανάσταση. ‘Καλέ, αυτές τρεις φίλες είναι εδώ. Πού την πάτε αυτή. Φέρτε την πίσω παλιάνθρωποι ! Φίλες είναι !’ και τραβούσε μία το τραπεζάκι και μία τη στήλη με τον ορό. Προσπαθούσε να σηκωθεί να μπαγλαρώσει τους παλιάνθρωπους. Πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο για τη ζωή της. Το να πάει κανείς από φυσικό θάνατο το καταλαβαίνω. Το να γκρεμοτσακιστεί από αντίδραση όμως ?

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Έχεις βρει

Κάνω τις ύστατες απελπισμένες κινήσεις κατά του εαυτού μου. Δεν αντέχω πια. Παλιά δε μ’ένοιαζαν. Δε με άγγιζαν. Τώρα έχω φτάσει σε κατάσταση απελπισίας. Καθημερινά υπάρχουν καταστάσεις που αποδεχόμαστε, απλά και μόνο επειδή σιωπούμε. Έχουμε την όρεξη να συζητάμε, ν’αναλύουμε, να πλακωνόμαστε για θέσεις και αιτήματα που είδαμε στην τηλεόραση και απλά είμαστε ηθικολογικά αντίθετοι. Πολλά άτομα αγωνίζονται, φωνάζουν, τρώνε ξύλο χωρίς κανένα προσωπικό όφελος. Απλά και μόνο για να υπερασπιστούν τις θεωρίες τους. Συχνά τις τυλίγουν με ακαδημαικές φιλοσοφίες. Όταν όμως αυτά συμβαίνουν μπροστά τους, σε άτομα που ξέρουν και θα δουν και την επόμενη μέρα, βγάζουν το σκασμό. Μη σου πω ότι πίνουν και καφέ μαζί τους. Αυτή είναι η οθόνη του μυαλού μας. Αυτά βλέπουμε και δε μιλάμε. Ηθικολογίες και μπλα μπλα. Φλύαρες καθημερινότητες και συζήτηση για τη συζήτηση. Καλοαναθρεμμένα ανθρωπάκια σε μαλακές καρεκλίτσες. Κάθε μέρα μαθαίνω πράγματα και κλείνω τ’αυτιά μου. Δεν είναι δυνατόν. Δεν πάει άλλο. Ξυπνήστε, ρε !

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

Παναγι-ά μου !

Απεργώ ! Δεν πάει άλλο ! Το πήρα απόφαση. Απεργώ από το παρελθόν μου και από όλα όσα μπορεί να μου το θυμίζουν. Tabula rasa. Τέλος !

Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006

Παιχνίδι

Πρόκειται για τρόπο ζωής πλέον. Χωρίς να είναι αυτοσκοπός. Είναι κάτι που έρχεται από μόνο του. Αυθόρμητα. Η ζωή μου δε μοιάζει. Είναι παιχνίδι. Δεν είναι πολλά, είναι ένα. Απλά, αλλάζει δομή μέσα σε δευτερόλεπτα. Μοιάζει συχνά με αμοιβάδα. Είναι εκπληκτικά προσαρμοσμένο στο εξωτερικό του περιβάλλον. Για να γίνει άμεσα αντιληπτό θα πρέπει να δώσω ένα παράδειγμα. Σε λίγο θα μαζευτούμε όλοι στο σαλόνι. Έχουμε ένα άτυπο pot. Έτσι, για να γνωριστούμε. Το παιχνίδι αμέσως παίρνει τη μορφή του. Κρυφτό. Με βλέπεις εκεί που μιλάω μ’εκείνον τον ψηλό ? Θα με βρεις εκεί στη γωνία ή όχι ? Βλέμματα κρυμμένα παντού. Παιχνίδι με τα μάτια. Κρυφτό, κυνηγητό. Ξαφνικά η διευθύντρια. Στοπ ! Αγαλματάκια ! Θα γυρίσει σε μία στιγμή προς τα ‘υψηλά ιστάμμενα’ πρόσωπα του σπιτιού και εμείς θα το ξαναρίξουμε στο παιχνίδι. Μετά θα έρθει το γνωστό μπαλαντέρ. Αλλαγή, χαρτιά! Το χρησιμοποιείς όπως θες. Παράπονο κανένα, αφού ούτε το ίδιο ξέρει το ρόλο του. Δημιουργείς σχέσεις, αντιζηλίες, προβλήματα. Μέσα αυτό. Σου δυναμώνει το χαρτί. Φυσικά, έχεις και κόστος. Μαζί του, ποτέ ‘δεν την κάνεις καθαρή’ ! Φτου ξελευθερία ! Θα φωνάξει κάποιος ξαφνικά και θα κρυφτώ εγώ. Είπαμε, ολόκληρα ‘υψηλά ιστάμμενα’ πρόσωπα είναι αυτά ! Απαιτούν το σεβασμό μας ! Μετά θ’αλλάξουμε δυναμική και θ’ αρχίσουμε τοξοβολία ! Με στόχο την καρδιά του άλλου. Ωπ ! Σε κάρφωσα ! Έξω από το παιχνίδι εγώ ! Η βραδιά μου σήμερα δε θα είναι καθόλου βαρετή. Σε κάποιο σημείο θα προσπαθήσει να γίνει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Είναι το σημείο εκείνο που σου προτείνει κάποιος το πλακωτό. Μπαμ ! Και σε πλάκωσα ! Όχι ? Sorry, έχασες πάλι ! Το πιο ωραίο μετά το πλακωτό είναι ο γκρινιάρης. Το άσχημο είναι ότι εκείνος που χάνει βαριέται γρήγορα. Τι κρίμα ! Συνήθως είναι το αγαπημένο μου παιχνίδι ! Ακριβώς μετά από το Γκρινιάρη αρχίζουμε τη Μονόπολη. Γμτο ! Εδώ πάντα χάνω ! Και όχι μόνο χάνω, συνήθως μπαίνω φυλακή ! Ναι, μάλιστα! Ούτε εφημερίδες, ούτε περιοδικά ! Τίποτα ! Φυλακισμένη, αφήνω τους άλλους να ξεκοκκαλίζουν την περιουσία και το βιος μου ! Ακούς εκεί ! Μετά τη Μονόπολη, φυσικά θα παίξω scrable ! Βρες τις λέξεις που ειπώθηκαν για σένα ! Οι πιο σημαντικές συνήθως μου δίνουν τους λιγότερους πόντους ! Αλλά πόσο να τ’αντέξω και αυτό ? Είπαμε και εδώ χάνω ! Αλλαγή πάλι. Σωστά. Η ώρα της κρεμάλας, καθώς πλησιάζει το ξημέρωμα. Σήμερα, ο κλήρος πέφτει... σε ποιον άραγε ?

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

Πρωί

Ντριιιννν. Το τηλέφωνο.Το σηκώνω μισοκοιμισμένη. Μία ξυνισμένη φωνή ακούγεται. ‘Έχετε ένα δέμα mlle.Να κατεβείτε να το πάρετε’. Ήταν η φωνή του Alain. ‘Ok, merci’. Δέμα ? Τι δέμα ? Αφού δεν περιμένω τίποτα. Κανένα λάθος θα είναι πάλι και ξύπνησα άδικα. Αν ήταν για μένα, θα το ήξερα. Κατεβαίνω στη loge με το ένα μάτι μισάνοιχτο. Το άλλο τελείως κλειστό. Στραβοκοιτάω. Ο Alain, όπως πάντα, δεν πτοείται εύκολα. Με κοιτάει λοξά, ενώ κάνει ότι ψάχνει. ‘Δεν κοιμηθήκατε καλά, mlle ?’. Να 'τη. Αυτή η έμφυτη περιέργεια που αναπτύσσει εκπληκτικά ο ανθρώπινος εγκέφαλος. ‘Ποιος σας στεναχωρεί πάλι ?’ και συνεχίζει να ψάχνει περιμένοντας μία απάντηση. ‘Ο εγκέφαλός μου’ του απαντάω μισοκοιμισμένη και παίρνω επιτέλους το πακετάκι.Το περιεργάζομαι λίγο, καλώ το ανσανσέρ και το ανοίγω με επιφύλαξη. Απ’έξω κανένα σημάδι. Τίποτα. Ούτε όνομα ούτε διεύθυνση. Μέσα ένα βιβλίο. Γαλλικό, φυσικά. Περίεργο. Ανεβαίνω στο δωμάτιο και περιεργάζομαι το φάκελο. Μεγάλος, κίτρινος, με σφραγίδα La poste. Σταλμένο από Παρίσι. Πριν από τρεις μέρες. Μάλιστα. Το βιβλίο μού είναι άγνωστο. Μερικές σελίδες του είναι τσαλακωμένες στην άκρη. Ένδειξη ότι θα πρέπει να τις διαβάσω. Μοιάζει με ανάμειξη λογοτεχνίας με δοκίμιο. Ο συγγραφέας γνωστός. Ωραία αρχή για μία κατά τ’άλλα κοινότυπη μέρα.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 04, 2006

Προβατάκια

Είχα μία φίλη που είχε εμμονή με τα προβατάκια. Σ’όλο της το σπίτι είχε αφίσες, κουκλάκια, μπρελόκ και ποτηράκια με εικόνες από άσπρα προβατάκια. Ήταν όλα πανέμορφα. Η φίλη μου αυτή είχε γεννηθεί σε πόλη και δυστυχώς δεν είχε τύχει να γνωρίσει ποτέ από κοντά ένα από αυτά τα άσπρα, παχουλά προβατάκια που στόλιζαν το δωμάτιό της. Τα χρόνια περνούσαν και το σπίτι της σιγά σιγά είχε αρχίσει να μοιάζει παιδότοπος, με προβατο-ποτηράκια και προβατο-πιατάκια με ζωγραφιές και αστείες ιστοριούλες. Πριν από λίγο καιρό της δόθηκε η ευκαιρία να χαϊδέψει από κοντά ένα πραγματικό, κάτασπρο, στρουμπουλούτσικο προβατάκι. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Μέσα σε λίγες μέρες έκανε ολική ανα-διακόσμηση του σπιτιού της. Τελικά, λέω να εφαρμόσω το ίδιο πείραμα στις εμμονές μου.

Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2006

Η λήθη

Όλοι κλαίνε. Ίσως φταίει ο καιρός, η εποχή, ή η γενιά μας. Άχρηστη σε όλα της. Δεν έχουμε σοβαρά προβλήματα και πρέπει να δημιουργήσουμε μία προβληματική κατάσταση στον εγκέφαλό μας, για να αρχίσει να λειτουργεί. Έτσι κι εγώ. Κάθομαι στο σαλόνι και σκέφτομαι. Ή τουλάχιστον κάνω πως σκέφτομαι. Ωραίο σκηνικό, μια κοπέλα προβληματισμένη. Αρέσει πολύ. Στ’αγόρια ειδικά που νομίζουν πως αντικρίζουν τη γυναίκα των ονείρων τους. Παίρνω το ύφος φιλοσοφώ τώρα, ποιος είσαι εσύ που με κοιτάς. Απέναντί μου ο Μιχάλης. Γλυκοκοιτάζει. Θα’ρθει να μου μιλήσει τώρα. Πλησιάζει διακριτικά. Θα μου μιλήσει για Προυστ. Πάω στοίχημα. Παίρνει το πιο γλυκό του χαμόγελο, και με αργές και ήρεμες κινήσεις, χωρίς να έχει αυτοπεποίθηση, πλησιάζει. Κοντοστέκεται. Το βλέπω, θα’ρθει. Τον κοιτάζω λοξά και ήρεμα για να του δώσω θάρρος. Το πιάνει. Έρχεται χαμογελαστός. Δε συμμετέχω στο χαμόγελο. ‘Πώς σου φάνηκε το βιβλίο ?’ μ’ένα χαμόγελο μέχρι τ’αυτιά, έτοιμος να λυθεί στα γέλια από τη χαρά του. Ναι, του μιλούσα. ‘Καλό ήταν, ψυχοπλακώθηκα’. ‘Χα χα’ (δυνατά), ‘το ήξερα’, ‘χα χα’, ‘ψυχοπλακώθηκες ε ?’, ‘χα χα’, ‘έτσι ήμουν κι εγώ όταν το διάβασα’ ‘χα χα’ ‘σε καταλαβαίνω’. ‘Ναι’. Βλέπω την ασυμβατότητα της σκέψης με τις αντιδράσεις του και χαμογελάω. Νομίζει ότι χαίρομαι που του μιλάω και χαμογελάει κι αυτός. Αρχίζει να μιλάει γρήγορα και έντονα. Με κοιτάζει πού και πού, για να είναι σίγουρος ότι παρακολουθώ. Βλέπει ότι ακόμα δε με πήρε ο ύπνος και συνεχίζει ακόμα πιο ενθουσιώδης. Πετάει σκέψεις, εκφράσεις που διάβασε, βιβλία, συγγραφείς..ακάθεκτος! Δε μιλάω. Ακούω. Μ’ένα χαμόγελο πάντα. Οι πληροφορίες σημαντικές. Αυτός δεν ξέρω. Το μυαλό μου φεύγει. Κοιτάζω το Μιχάλη στα μάτια και θυμάμαι το Γιάννη. Α, ρε μαλάκα Γιάννη. Αμφιθέατρο στη Θεσσαλονίκη. Εγώ να προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο μάθημα Λογιστικής, ο καθηγητής να γράφει πυρετωδώς τους λογαριασμούς Ενεργητικού και ο Γιάννης δίπλα μου, να έχει σπάσει την παρέα στα δύο, ανενόχλητος και άσχετος. Από τη μία να διαβάζει Πεδίο 3 και από την άλλη να συμπληρώνει τα χαρτιά για την Αμερική. Η καρδιά μου σταγόνες στα φύλλα του δέντρου. Άλλες στέκονται, άλλες πέφτουν. Από τη μία, χαίρομαι. Από την άλλη, κλαίω. Το μάθημα τρέχει. Ο Γιάννης συμπληρώνει χαρτιά. Ο καθηγητής ακατάπαυστος. Μα πού τα θυμάται όλα αυτά? Γυρίζω αργά, κοιτάζω το Γιάννη δίπλα μου. Σκυμμένος γράφει. Νομίζω ότι έχει αποκοπεί πλήρως από το περιβάλλον του. Τον κοιτάζω στα μάτια, τα μάτια του δε με κοιτάν. Κοιτάζω τον Μιχάλη στα μάτια. Κοιτάζει στο πάτωμα. Δε μιλάει. Δεν έχει τι άλλο να πει. Μάλλον κατάλαβε. Φεύγει.