Παρασκευή, Ιουνίου 08, 2007
Το εκρεμμές (μακάρι να ‘ταν του Φουκώ)
Την κρατάω απ’το μπράτσο. Κάνουμε να προχωρήσουμε. Κάνει ένα βήμα. Ζαλίζεται. Κρατιέται για λίγο. Μία μικρή ταλάντωση. Πέφτει το κεφάλι (το εκρεμμές που λέμε). Προσπαθώ να τη συγκρατήσω (από μηχανής Θεός, εξού φίλη). Αδύνατον (δεν είμαι ‘μηχανής’). Αυτή σαν το κοτόπουλο. Κ σπαρταράει το σκασμένο. Συν άσχημα. Τα μπράτσα της τα’χω κάνει κόκκινα. Μέχρι να φτάσουμε σπίτι θα’ναι πράσινα. Αν έχουν μείνει στη θέση τους. Αυτά κ το σπίτι της. Άλλο ένα βήμα. Πάλι σέρνεται. Να’χα να καθαρίσω κανένα πεζοδρόμιο να πεις χαλάλι. Σα να παίζω μαριονέτα. Ως αρχάρια όμως. Τα πόδια σέρνονται. Τα χέρια ψηλά. Κ με τη μαριονέτα πιο μεγάλη απ’την αρχάρια. Τα χέρια ακόμα όρθια. Ούτε Χατζηγιάννη ν’άκουγε. Κ μες τη σκουπιζωβρωμίτιδα αυτή να ξεψυχά. ‘Τον αγαπάω το μαλάκα’. Κύκνειο. Για άσμα δεν ξέρω (που’σαι Καρβέλα?). Ολίγον τι σούρεαλ. Αλλά ερωτικότατο. Κ ειλικρινέστατο. Κ καθ’όλα γυναικείο: Κ μαλάκας είναι, κ τον αγαπάει. Να της πετάξω κανέναν Νίτσε τραγουδιστά; Φοβάμαι τι θα μου πετάξει αυτή μετά. Κ τι θα πετάξει? Τη σκουπιζωβρωμίτιδα του πεζοδρομίου; Κ τι’ναι αυτή μπρος σ’αυτήν της σκέψης? (p.s.(ίτ!) το κέρατο σώζει μόνο όσους δεν μπορούν να το δουν).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου