Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2006

Η λήθη

Όλοι κλαίνε. Ίσως φταίει ο καιρός, η εποχή, ή η γενιά μας. Άχρηστη σε όλα της. Δεν έχουμε σοβαρά προβλήματα και πρέπει να δημιουργήσουμε μία προβληματική κατάσταση στον εγκέφαλό μας, για να αρχίσει να λειτουργεί. Έτσι κι εγώ. Κάθομαι στο σαλόνι και σκέφτομαι. Ή τουλάχιστον κάνω πως σκέφτομαι. Ωραίο σκηνικό, μια κοπέλα προβληματισμένη. Αρέσει πολύ. Στ’αγόρια ειδικά που νομίζουν πως αντικρίζουν τη γυναίκα των ονείρων τους. Παίρνω το ύφος φιλοσοφώ τώρα, ποιος είσαι εσύ που με κοιτάς. Απέναντί μου ο Μιχάλης. Γλυκοκοιτάζει. Θα’ρθει να μου μιλήσει τώρα. Πλησιάζει διακριτικά. Θα μου μιλήσει για Προυστ. Πάω στοίχημα. Παίρνει το πιο γλυκό του χαμόγελο, και με αργές και ήρεμες κινήσεις, χωρίς να έχει αυτοπεποίθηση, πλησιάζει. Κοντοστέκεται. Το βλέπω, θα’ρθει. Τον κοιτάζω λοξά και ήρεμα για να του δώσω θάρρος. Το πιάνει. Έρχεται χαμογελαστός. Δε συμμετέχω στο χαμόγελο. ‘Πώς σου φάνηκε το βιβλίο ?’ μ’ένα χαμόγελο μέχρι τ’αυτιά, έτοιμος να λυθεί στα γέλια από τη χαρά του. Ναι, του μιλούσα. ‘Καλό ήταν, ψυχοπλακώθηκα’. ‘Χα χα’ (δυνατά), ‘το ήξερα’, ‘χα χα’, ‘ψυχοπλακώθηκες ε ?’, ‘χα χα’, ‘έτσι ήμουν κι εγώ όταν το διάβασα’ ‘χα χα’ ‘σε καταλαβαίνω’. ‘Ναι’. Βλέπω την ασυμβατότητα της σκέψης με τις αντιδράσεις του και χαμογελάω. Νομίζει ότι χαίρομαι που του μιλάω και χαμογελάει κι αυτός. Αρχίζει να μιλάει γρήγορα και έντονα. Με κοιτάζει πού και πού, για να είναι σίγουρος ότι παρακολουθώ. Βλέπει ότι ακόμα δε με πήρε ο ύπνος και συνεχίζει ακόμα πιο ενθουσιώδης. Πετάει σκέψεις, εκφράσεις που διάβασε, βιβλία, συγγραφείς..ακάθεκτος! Δε μιλάω. Ακούω. Μ’ένα χαμόγελο πάντα. Οι πληροφορίες σημαντικές. Αυτός δεν ξέρω. Το μυαλό μου φεύγει. Κοιτάζω το Μιχάλη στα μάτια και θυμάμαι το Γιάννη. Α, ρε μαλάκα Γιάννη. Αμφιθέατρο στη Θεσσαλονίκη. Εγώ να προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο μάθημα Λογιστικής, ο καθηγητής να γράφει πυρετωδώς τους λογαριασμούς Ενεργητικού και ο Γιάννης δίπλα μου, να έχει σπάσει την παρέα στα δύο, ανενόχλητος και άσχετος. Από τη μία να διαβάζει Πεδίο 3 και από την άλλη να συμπληρώνει τα χαρτιά για την Αμερική. Η καρδιά μου σταγόνες στα φύλλα του δέντρου. Άλλες στέκονται, άλλες πέφτουν. Από τη μία, χαίρομαι. Από την άλλη, κλαίω. Το μάθημα τρέχει. Ο Γιάννης συμπληρώνει χαρτιά. Ο καθηγητής ακατάπαυστος. Μα πού τα θυμάται όλα αυτά? Γυρίζω αργά, κοιτάζω το Γιάννη δίπλα μου. Σκυμμένος γράφει. Νομίζω ότι έχει αποκοπεί πλήρως από το περιβάλλον του. Τον κοιτάζω στα μάτια, τα μάτια του δε με κοιτάν. Κοιτάζω τον Μιχάλη στα μάτια. Κοιτάζει στο πάτωμα. Δε μιλάει. Δεν έχει τι άλλο να πει. Μάλλον κατάλαβε. Φεύγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: