Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2006

No 4

‘ετούτη τη νύχτα μπορεί να πεθάνω’. Μου είπε και γύρισε από την άλλη. Δεν την πίστεψα. Γιαγιά ήταν. Εξάλλου μετά το εγκεφαλικό παραμιλούσε. Γύρισα στο θάλαμο και κοίταξα. Άλλες τρεις γιαγιάδες στα δεξιά μου. Τη δική μου την είχανε στ’αριστερά. Να βλέπει το παράθυρο, αλλά να είναι και στην απομόνωση. Παραμιλούσε εξάλλου και ενοχλούσε τη γιαγιά no1. Τώρα που το σκέφτομαι δε θα ήταν παράλογο αν αισθανόταν το θάνατό της. Το έχουμε δει σε ταινίες. Απλά, θα μου το ανακοίνωνε. Μετά θα πέθαινε. Ευτυχώς δεν ήμουν μόνη. Είχα και τον ξάδερφο. Τη σήκωνε πού και πού και σκουπίζαμε τον ιδρώτα της.Σκεφτόμουν ότι θα έβαζα αυτόν να τηλεφωνήσει. Αυτό θα ήταν όλο. Ένα τηλέφωνο. Τα τελευταία νέα της. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά στο θάλαμο. Η γιαγιά είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να ξεφύγει, γι’αυτό και αποφάσισαν τα παιδιά της να την περιορίσουν. Ανάμεσα σε δύο μπάρες. Η γιαγιά όμως το είδε διαφορετικά. Έκλαιγε. Νόμιζε πως είναι μέσα σε φέρετρο. Πώς να της εξηγήσεις ότι είναι κάτι χειρότερο ? Είδαν και απόειδαν από τις τσιρίδες. ‘Βγάλτε με από το φέρετρο !’ Τι να πεις ? Σε νοσοκομείο ήμασταν. Την έβγαλαν τη μία μπάρα. Από τότε καθόταν πάντα κάποιος στα δεξιά της. Στην περίπτωση που θα ξέφευγε θα έπεφτε με το κεφάλι. Το σώμα δεν μπορούσε να το ελέγξει. Εκείνο το βράδυ η θέση της μπάρας δεν ήταν ιδιαίτερα κουραστική. Είχαν φροντίσει τα πάντα οι κόρες και οι νοσοκόμες. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να παίζω με τα δάχτυλά μου. Μες στην απορρόφηση του παιχνιδιού δεν κατάλαβα ότι γύρω στις 4 είχαμε επίσκεψη. Όχι εμείς. Η γιαγιά nο2. Είχε μάλλον έξοδο. Απλά εμείς δεν το ξέραμε. Σε μια στιγμή ο ορός της γιαγιάς σταμάτησε να τρέχει. Φώναξα τη νοσοκόμα στο θάλαμο. Αποφάσισε να φέρει όλο το προικιό της. Πηγαίνοντας από τη γιαγιά μου προς τα πίσω αντιλήφθηκε απότομα τη μεγάλη έξοδο της γιαγιας no2. ‘Αχ, σήμερα έχω θάνατο’. Η κυρία που ήταν δίπλα στην πρώτη γιαγιά τρόμαξε. Η νοσοκόμα απλά τράβηξε το σεντόνι στο πρόσωπο της γιαγιάς no2 και πήγε να ενημερώσει τους αρμοδίους. Μετά από λίγο έφτασαν τρία άτομα. Άναψαν τα φώτα. Μας παρακάλεσαν να βγούμε έξω. Η γιαγιά μου ξύπνησε και με την ελευθερία που της δόθηκε ξαφνικά άρχισε επανάσταση. ‘Καλέ, αυτές τρεις φίλες είναι εδώ. Πού την πάτε αυτή. Φέρτε την πίσω παλιάνθρωποι ! Φίλες είναι !’ και τραβούσε μία το τραπεζάκι και μία τη στήλη με τον ορό. Προσπαθούσε να σηκωθεί να μπαγλαρώσει τους παλιάνθρωπους. Πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο για τη ζωή της. Το να πάει κανείς από φυσικό θάνατο το καταλαβαίνω. Το να γκρεμοτσακιστεί από αντίδραση όμως ?

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

θανατελλω !!!!!!

avissos είπε...

ένα σπίτι μπροστά στη θάλασσα,με φανταστική θέα,έναν έμπιστο σκύλο να τρίβεται στα πόδια μου και τεράστια κάδρα να με συντροφεύουν, νομίζω ότι περιγράφουν την ακριβώς αντίθετη αίσθηση από αυτή του κειμένου.θ'ανα_στηθώ στην πόλη μου!